- διένειμαν
- διανέμωin D.aor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και … Dictionary of Greek
Ζωσιμάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στη μονή του Ιωάννη του Προδρόμου και μετά στην έρημο του Ιορδάνη, όπου έθαψε τη Μαρία την Αιγυπτία. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου. 2. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η… … Dictionary of Greek
Κρεσφόντης ή Κρεοφόντης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλείδη Αριστόμαχου, εγγονός του Κλεοδαίου και δισέγγονος του Ύλλου, ένας από τους Δωριείς κατακτητές της Πελοποννήσου. Σύμφωνα με την παράδοση, μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου και αφού οι Δωριείς διένειμαν… … Dictionary of Greek